Δευτέρα 12 Μαρτίου 2012

Κύκλος Τέταρτος : Κυνηγώντας την αράχνη

   " Η "Γριά  Αράχνη" διέσχιζε την έρημο και η Βαρόνη ακολουθούσε .Προσπαθούσε να σκέπτεται τον εαυτό της σαν την Βαρόνη . Την υπέροχη ξανθια κοπέλα των ανακτόρων . Γιατί μόνο έτσι μπορούσε πλέον να διατηρήσει τα τελευταία ψήγματα συνείδησης . Όλα ήταν θαμμένα μέσα σε ένα θολό σύννεφο  και δεν ήξερε αν είχαν περάσει δύο μέρες ή δύο χρόνια . Με το ζόρι ήξερε πλέον ποια ήταν η ίδια. Ο χώρος και ο χρόνος είχαν χάσει πλέον την συνοχή μέσα στο μυαλό της . Και πάντα μπροστά της ο Αντρας με το καρό πουκάμισο . Το απόλυτο θύμα και θύτης . Και η γριά Αράχνη , Η Μαντμαζελ Ζαφιρ όπως την πρωτογνώρισε, να την καγχάζει και να γλύφει πεινασμένα τα λεπτά και άσαρκα χείλη της. Μόνο μια  Ευκαιρία ήθελε για να την φτάσει . Και να γλυτώσει για πάντα από αυτήν.    "

Πόσες μέρες πέρασαν; Πόσες νύχτες ; Έχοντας σφιχτά στα χέρια μου την νυχτικιά της . Το μόνο που μου απέμεινε να την θυμάμαι . Τελείωσε άδοξα η αναζήτηση μου και το μόνο τρόπαιο που είχα ήταν ένα κομμάτι ύφασμα. Με Βαρύ το πνεύμα γύρισα πάλι πίσω στην μουντή μου καθημερινότητα και προσπάθησα να ξαναράψω τα κουρέλια της ζωής μου . Παρακάλεσα και  ξαναπήρα πάλι πίσω την δουλεία μου , ακόμα κατάφερα να επανασυνδεθώ με κάποιους παλιούς φίλους . Φοβόμουνα ότι θα ξεχάσω το πρόσωπο της , αλλά ήταν πλέον τακτική πλέον στα πιο λάγνα όνειρά μου . Μια μεταλλική γεύση στην γλώσσα ξυπνούσα το πρωί , η γεύση του κενού . Ίσως και καλύτερα έτσι  σκεφτόμουν  μερικές φορές , άλλα ήξερα καλύτερα ότι μου έλειπε το "rush" που με προκαλούσε . Ένα μεσημέρι καθώς έφυγα από την δουλειά και περίμενα το λεωφορείο , δίπλα μου ήταν μια σκυφτή  ηλικιωμένη κυρία . Με κοίταξε ομολογούμενος λίγο περίεργα   και μου έπιασε την κουβέντα :
- Σε βλέπω για αυτό που πραγματικά που είσαι, νεαρέ μου
- Ορίστε; Τι μου είπατε; είπα έκπληκτος γιατί πολλά άλλα θα περίμενα να μου πει μια γριά παρά αυτό
- Κυνηγάς κάτι και σε κυνηγάει . Νιώθεις ότι ένας ιστός πλέκεται γύρω σου , μου είπε με αργή και μακρόσυρτη φωνή . Και έμεινα να την κοιτάω με απορία
- Θέλεις να την ξαναδείς ; είπε συνεχίζοντας
Φανερά ενοχλημένος , γύρισα την πλάτη και έκανα να φύγω από την στάση , θα περπατούσα μέχρι την επόμενη , είχα τα δικά μου τα προβλήματα για ασχολούμαι με τρελλές που νομίζουν ότι είναι μέντιουμ. Είχα περπατήσει ούτε δέκα μέτρα και η Γριά μου φώναξε:
- Ως πότε θα είσαι αγκαλιά με μια νυχτικιά
Εκείνη την στιγμή σταμάτησα απότομα , και έκανα γρήγορα μεταβολή προς το μέρος της . Χωρίς να το πολυσκεφτώ την άρπαξα από τα ρούχα και την τράβηξα με βία  προς το μέρος μου  . Οι γύρω μου με κοιτούσαν με αποστροφή και απομακρύνθηκαν από τον περίεργο χορό μας  . Μόλις το συνειδητοποίησα την άφησα κάτω και τη ρώτησα χαμηλόφωνα αλλά έντονα
- Ποία είσαι ;
- Τώρα θα μπορούσες να πεις ότι είμαι μια φίλη . Μια πανίσχυρη φίλη . Αλλά δεν μου απάντησες ακόμα . Θέλεις να την δεις ;
- Θέλω !!! Είπα , χωρίς να ξέρω αν όλο αυτό ήταν κάποια κακόγουστη φάρσα
- Ωραία .... Ακολούθησε με
- Τώρα ;
- Τώρα είναι η κατάλληλη ευκαιρία
Και την ακολούθησα . Η λογική μου για μια ακόμα φορά χτυπιόταν σαν δαιμονισμένη μέσα στο μυαλό μου . Για ακόμα μια φορά έχασε

" Η Μεγαλύτερη μου δοκιμασία μόλις άρχισε , σκέφτηκε η Βαρόνη . Αισθανόταν  τον Ήλιο να βασανίζει αλύπητα το κορμί της , και τα χείλια της να είναι σε τέτοιο βαθμό αφυδατωμένα που να μην μπορεί να τα κουνήσει .Παρόλο που δεν είχε υλικό σώμα και ήξερε ότι δεν θα έπρεπε την επηρεάζουν αυτά , είχε πολύ ζωηρή φαντασία .  Η Έρημος απλωνόταν  αμείλικτη . Ατελείωτη για στρέμματα ολόκληρα . Και σποραδικά εμφανιζόταν κάποιος κάκτος . Ακολουθούσε μια πορεία με βάση το ένστικτό της . Και μετά από ώρα ανάμεσα από λόφους ατελείωτης Μοναξιάς, είδε κάποια παραπήγματα  στο βάθος. Θα μπορούσε να το χαρακτηρίσει κάποιος και σαν οίκημα  ,Άθλιο .  Με το ζόρι μπορούσε να κρατήσει τα πόδια της , ήταν έτοιμη να καταρρεύσει. Είχε ξοδέψει όλη της την ενέργεια . Και δεν έβρισκε ούτε και τον πιο αδύναμο ιστό να κρατηθεί με λίγη ζωογόνα ενέργεια. Καθώς έφθασε λίγα μέτρα πριν το οίκημα , είδε ότι υπήρχε μια παλιά χειροκίνητη πομόνα για νερό . Σκέφτηκε πως η αίσθηση του νερού στα χείλη της θα μπορούσε να την αναζωογονήσει λίγο το πνεύμα . Σχεδόν παραπατώντας έφθασε σε αυτήν και    μόλις ακούμπησε το χερούλι ένιωσε να χάνει τις αισθήσεις της και να πέφτει . Αλλά ούτε εξανεμίστηκε στο πουθενά ,όπως περίμενε, αλλά ούτε χτύπησε στο έδαφος . Ένιωσε μια ζεστή αγκαλιά να την σφίγγει και να την κρατάει , και μια θερμότητα γλυκιά να την διαπερνάει . Λίγο πριν χάσει την συνείδηση της , νόμιζε πως ένας άντρα την κρατούσε. Της φάνηκε ότι πάλι φορούσε καρό."    

Ακολουθούσα την γριά μέσα από περίεργα στενά και σοκάκια που ποτέ δεν τα είχα  προσέξει . Σύντομα έχασα τον προσανατολισμό μου και ακολουθούσα τυφλά την γριά . Σύντομα βρεθήκαμε μπροστά σε ένα εγκαταλειμμένο νεοκλασικό , που ο χρόνος και οι αρτίστες του δρόμου δεν του είχαν φερθεί με τον καλύτερο τρόπο . Η πόρτα του ήταν κλειστή με μια αλυσίδα χοντρή και σκουριασμένη ασφαλισμένη με ένα τεράστιο εξίσου σκουριασμένο λουκέτο . Η Γριά στάθηκε μπροστά της και θα ορκιζόμουν ότι χωρίς να το ακουμπήσει, το λουκέτο έσπασε και και η αλυσίδα με έναν εκκωφαντικό ήχο     έπεσε κάτω . Σκούντηξε την πόρτα και άνοιξε με έναν τριγμό διάπλατα . Μπήκε μέσα και την ακολούθησα χωρις να μπορώ να κάνω αλλιώς , παρόλο που όλες οι αισθήσεις μου λέγαν το αντίθετο . Όσο έμπαινα μέσα στο σκοτεινό και εγκαταλειμμένο σπίτι τόσο με έπιανε ένα αίσθημα σαν ναυτία . Η γριά δεν φαινόταν πια τόσο σκυφτή και αδύναμη .
-  Έχετε πλάκα εσείς   οι άνθρωποι  , είπε γελώντας μέσα από τα δόντια της
- Τι εννοείς ;
- Ερωτήσεις , Ερωτήσεις ... μόνο αυτό έχετε . Και καμία απάντηση!!! Τώρα θα με βοηθήσεις να λύσω ένα πρόβλημα μου . Βλέπεις καμια φορά και ο ποιο επιδέξιος κυνηγός δαγκώνεται από θήραμα του   .
- Δεν είναι αυτό που μου έταξες!!!
- Ω μα μην στεναχωριέσαι , θα πάρεις και εσύ την ανταμοιβή σου . Και επιπλέον θα πάρεις και την εκδίκηση σου για όλον τον πόνο που σου απομύζησε
- Δεν θέλω εκδίκηση , μόνο αυτήν
- Τα πρόβατα θα είστε πρόβατα  . Τροφή για τους λύκους.
- Μπορεί , αλλά τουλάχιστον ήπια από το γλυκό κρασί του πόθου . Και μέθυσα από την έκσταση και ονειρεύτηκα έναν μικρό παράδεισο που ποτέ δεν τον έζησα  . Θα έκανα τα πάντα για να πιω μια ακόμα έστω γουλιά από αυτό το κρασί και ας είναι το τελευταίο πράγμα που θα γευόμουν .
- Τα πάντα ;
-Ναι...
- Ωραία, τότε θα πας να μου φέρεις λίγο νερό .
- Τι!!!
- Νερό , βγες απο αυτήν την πόρτα , και μου έδειξε μια παλιά ξεχαρβαλωμένη πόρτα που μάλλον οδηγούσε σε κάποιο δωμάτιο .
Παραξενεμένος πήγα και την άνοιξα , και κατευθείαν με χτύπησε ένας καυτός ήλιος και ένα απίστευτο κύμα θερμότητας με χτύπησε ." Είναι δυνατόν ;"σκέφτηκα " Είμαστε στην μέση του χειμώνα που βρέθηκε αυτή η ζέστη ;" Κοίταξα πίσω και είδα την γρια μέσα στο σπίτι που μπήκα. Κοίταξα μπροστά και είδα μια καυτή έρημο και μια πομόνα για νερό . Πιο πίσω διέκρινα μια φιγούρα να παραπατά . Ακόμα και έτσι είχε το πιο χαριτωμένο παραπάτημα που είχα δει . Φορούσε ένα μακρύ μαύρο αραχνοΰφαντο τούλι γύρω από το γυμνό κατά τα άλλα σώμα της , αναγλύφωντας τις αισθησιακές τις καμπύλες . Ακόμα και τυφλός θα την αναγνώριζα . Έτρεξα προς το μέρος της και την έπιασα πριν πέσει κάτω  , και την έσφιξα στην αγκαλιά μου . Δεν ήξερα τι ένιωθα , αλλά ήξερα τι ήθελα . Πρόσεξα ότι φορούσα καρό . Ποτέ δεν φορούσα καρο!